- δευτερόφωνος
- δευτερό-φωνος, ον,A speaking after one, of Echo, Nonn.D.2.119.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δευτερόφωνος — δευτερόφωνος, ον (Α) (για την ηχώ) αυτός που μιλάει μετά από κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
δευτερόφωνος — speaking after one masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek